-
1 συμ-πονέω
συμ-πονέω, mit od. zugleich arbeiten, bei der Arbeit helfen, beistehen; συμπονήσατε τῷ νῠν μογοῠντι, theilt mein Leid mit mir, Aesch. Prom. 274; αἵδ' ἄνδρες, οὐ γυναῖκες εἰς τὸ συμπονεῖν, Soph. O. C. 1370; συμπόνει πατρί, El. 974; ϑέλοντά μ' ἔχεις σοὶ ξυμπονῆσαι, Eur. Hec. 862; ξυμπονῆσαι σοῖς κακοῖσι βούλομαι, Or. 682; σὺ συμπονεῖς ἐμοὶ πόνους, 1224; Troad. 62 u. öfter; Plat. Rep. VII, 520 d; Xen. Cyr. 2, 1, 29; Sp., wie Luc. Tox. 7.
-
2 μογέω
μογέω, sich anstrengen, abmühen, Anstrengung, Mühsal aushalten; bei Hom. im partic. zu einem andern Verbum hinzugesetzt, ϑεμείλια, τὰ ϑέ. σαν μογέοντες Ἀχαιοί, sie hatten mit Anstrengung den Grund gelegt, Il. 12, 29, ἄλλος μὲν μογέων ἀποκινήσασκε τραπέζης (τὸ δέπας) πλεῖον ἐόν, Νέστωρ δ' ἀμογητὶ ἄειρεν, 11, 838; c. acc., erdulden, ertragen, μάλα πόλλ' ἔπαϑον καὶ πόλλ' ἐμόγησα, Il. 9, 492, u. öfter in dieser Zusammenstellung; οὔτις Ἀχαιῶν τόσσ' ἐμόγησεν, ὅσσ' Ώδυσεὺς ἐμόγησε καὶ ἤρατο, Od. 4, 106; auch ὃς εἵνεκ' ἐμεῖο πολέας ἐμόγησεν ἀέϑλους, ib. 170; ἄλγεα πολλὰ μογήσας, 2, 343 u. öfter, wie κακὰ πολλά, z. B. 6, 175; συμπονήσατε τῷ νῦν μογοῦντι, Aesch. Prom. 275; übh. Unglük erleiden, πρὸς κέντρα μὴ λάκτιζε, μὴ πταίσας μογῇς, Ag. 1607; μογοῠντα πλευρά, Eur. Alc. 852; sp. D., μογέεσκεν ἐπ' ἰχϑύσι Agath. 64 (IX, 442), u. öfter in der Anth.; μεμογηώς hat Nic. Th. 830 Al. 529.
-
3 μογεω
(эп. part. μογέων; лак. 1 л. pl. praes. μογίομες)1) трудиться до изнеможения, мучиться(ἐπὴ σοι μάλα πόλλ΄ ἔπκθον καὴ πόλλ΄ ἐμόγησα Hom.)
ἐξ ἔργων μογέοντες Hom. — усталые от трудов;ἄλλος μογέων ἀποκινήσασκε Hom. — другой с большим трудом сдвинул бы (этот кубок)2) терзаться, страдатьσυμπονήσατε τῷ νῦν μογοῦντι Aesch. — будьте сострадательны к тому, кто ныне страдает;
μέ πταίσας μογῇς Aesch. — не причиняй себе мук (бесплодным) сопротивлением3) терпеть, переносить(κακὰ πολλά, ἄλγεα πολλά Hom.)
-
4 μογέω
A : [dialect] Ep. [tense] impf.μογέεσκον Nonn.D.1.312
, al., AP9.442 (Agath.): [dialect] Ep. [tense] aor.μόγησα Il.9.492
, al.: [dialect] Ep. [tense] pf. part. , Al. 529: ([etym.] μόγος):—poet. Verb, toil, suffer, in Hom. usu. with a cogn. acc.,ὅσσα γε.. θεῶν ἰότητι μόγησα Od.7.214
;μάλα πόλλ' ἔπαθον καὶ πολλ' ἐμόγησα Il.9.492
;πολλὰ μογήσας 2.690
, etc.; τῷ ἔπ' ἄλγεα πολλὰ μογήσῃ for whom he suffers.., Od.16.19, cf. Il.1.162;ὅσα.. ἐμόγησεν ἀμφ' ἐμοί Od.4.152
; εἵνεκ' ἐμεῖο πολέας ἐμόγησεν ἀέθλους ib. 170, cf. Hes.Th. 997, Thgn.71: abs. in part., ἐξ ἔργων μογέοντες tired after work, Od.24.388: hence nearly = μόγις, with pain or trouble, hardly,μογέων ἀποκινήσασκε Il. 11.636
;θέσαν μογέοντες 12.29
.2 in Trag., suffer pain, be distressed, ;μὴ παίσας μογῇς Id.Ag. 1624
; μογοῦντα πλευρά in the side, E.Alc. 849: c. dat.,δυστοκίαις μ. Call.Del. 242
(- τοκέες codd.); : metaph., χαλκοῖο πάλαι μεμογηότος ἄνθην having lost its sheen, Id.Al. 529.II trans., labour at,ὁ λιθουργὸς.. ἐμόγησε κόρας Posidipp.
ap. Tz.H.7.662. -
5 συμπονέω
A toil or suffer with or together, τινι with one, ;συμπόνει πατρί S.El. 986
, etc.;σ. καὶ συγκινδυνεύειν τισί X.Cyr.7.5.55
;τοῖς κακοπαθοῦσι Plu.Ant.43
;σ. τινὶ πόνους E.Or.[1224]
; σ. κακοῖσι take part in them, ib. 683: abs., labour together, S.Ant.41, etc.;σ. πολλά Ar.Ach. 695
(lyr.);ἐάν τι πονήσῃ μέρος, συμπονεῖ τὸ ὅλον Arist.Pr. 883a14
, cf. Thphr.Sud.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπονέω
-
6 συμπονέω
συμ-πονέω, mit od. zugleich arbeiten, bei der Arbeit helfen, beistehen; συμπονήσατε τῷ νῠν μογοῠντι, teilt mein Leid mit mir
См. также в других словарях:
μογέω — (ΑΜ) κατασκευάζω με κόπο, εκπονώ αρχ. 1. μοχθώ, κοπιάζω, καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι («ἐξ ἔργων μογέοντες», Ομ. Οδ.) 2. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζω («μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα», Ομ. Ιλ.) 3. πονώ, θλίβομαι, ασθενώ («συμπονήσατε τῷ νῡν… … Dictionary of Greek